κυμαγωγώ

κυμαγωγώ
κυμαγωγῶ, -έω (Μ)
1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα
2. παθ. κυμαγωγοῡμαι, -έομαι
οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ-αγωγώ, χειρ-αγωγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”